- τεκνωμα
- τέκνωμα-ατος τό порождение, плод
(τοῦ πόνου Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοῦ πόνου Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τέκνωμα — child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τεκνώματος — τέκνωμα child neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)